- ἐπαναληπτικῶς
- ἐπαναληπτικῶςby repetitionindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που … Dictionary of Greek